- εὐεκπλήρωτος
- εὐεκ-πλήρωτος, ον,A easily fulfilled or realized, Phld. D.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεκπλήρωτος — εὐεκπλήρωτος, ον (Α) αυτός που εκπληρώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πληρωτος (< εκ πληρώ), πρβλ. αν εκ πλήρωτος, δυσ εκπλήρωτος] … Dictionary of Greek